- κολλούβιο
- τογεωλ. συσσώρευση χαλαρών υλικών και κορημάτων στη βάση ενός πρανούς, λόγω κατολίσθησης ή επιφανειακής διάβρωσἠς του.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colluvium < μσν. λατ. colluvium < λατ. colluvies < λατ. colluere «πλένω»].
Dictionary of Greek. 2013.